ὑπερακρατής

ὑπερακρατής
ὑπερακρᾰτής, ές,
A very incontinent, only in Adv.

-τῶς, ζῆν D.61.45

(vv.ll. ὑπερακράτως, ὑπεράκρως).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερακρατής — ές, Α (μόνο το επίρρ.) ὑπερακρατῶς με πλήρη ακράτεια, χωρίς εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀκρατής] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερακρατῶς — ὑπερακρατής very incontinent adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”